- σβάρνισμα
- τό1) боронование; 2) волочение; 3) перен. затягивание (дела); волокита; 4) сваливание с ног, бросание (кого-л. на землю)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σβάρνισμα — το, ατος 1. σπάσιμο σβόλων και σιάξιμο του χωραφιού. 2. κατακύλιση, σύρσιμο: Σβάρνισμα του πτώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβάρνισμα — το, Ν [σβαρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβαρνίζω, η επεξεργασία τού εδάφους με σβάρνα, βωλοκόπημα … Dictionary of Greek
διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] … Dictionary of Greek
βολοκόπημα — το το σβάρνισμα του χωραφιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)